ακρούμασμα

ακρούμασμα
και ακούρμασμα, το [ακουρμαίνω]
1. το να ακούει κανείς προσεκτικά
2. το να κρυφακούει κανείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακουρμάζομαι — ακούρμασμα κ.λπ. βλ. ακρουμάζομαι, ακρούμασμα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”